απολιορκητος

απολιορκητος
    ἀπολιόρκητος
    ἀ-πολιόρκητος
    2
    досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный
    

(ὅ τῶν Στωϊκῶν σοφός Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απολιορκητος" в других словарях:

  • ἀπολιόρκητος — impregnable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολιόρκητος — η, ο (AM ἀπολιόρκητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος νεοελλ. αυτός που δεν πολιορκήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀπολιόρκητον — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem acc sg ἀπολιόρκητος impregnable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτοις — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτου — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»